- δαχτυλιδόπετρα
- ηπολύτιμη ή ημιπολύτιμη πέτρα που στολίζει δαχτυλίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δακτυλιόλιθος — ο 1. κάθε πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος που τοποθετείται σε δαχτυλίδι, η δαχτυλιδόπετρα 2. πολύτιμος λίθος με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δακτυλιδόπετρα — η βλ. δαχτυλιδόπετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιόλιθος — ο πολύτιμος λίθος που στολίζει δαχτυλίδι, δαχτυλιδόπετρα: Το δαχτυλίδι του αρραβώνα της είχε ένα δακτυλιόλιθο σωστή κοτρόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)